ἀνακτορίας

ἀνακτορίας
ἀνακτορίᾱς , ἀνακτόριος
belonging to a lord
fem acc pl
ἀνακτορίᾱς , ἀνακτόριος
belonging to a lord
fem gen sg (attic doric aeolic)
ἀνακτορίᾱς , ἀνακτορία
lordship
fem acc pl
ἀνακτορίᾱς , ἀνακτορία
lordship
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἀνακτορίας — Ἀνακτορίᾱς , Ἀνακτόριος fem acc pl Ἀνακτορίᾱς , Ἀνακτόριος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γούργουβλη — Οικισμός (19 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανακτορίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”