- ἀνακτορίας
- ἀνακτορίᾱς , ἀνακτόριοςbelonging to a lordfem acc plἀνακτορίᾱς , ἀνακτόριοςbelonging to a lordfem gen sg (attic doric aeolic)ἀνακτορίᾱς , ἀνακτορίαlordshipfem acc plἀνακτορίᾱς , ἀνακτορίαlordshipfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.